Μόνο τα social media κατάλαβαν το φαινόμενο Τραμπ

Η υποχώρηση των παραδοσιακών εφημερίδων τις έχει υποβιβάσει στο ίδιο επίπεδο με τις φανταστικές ιστορίες και τις θεωρίες συνωμοσίας

Μόνο τα social media κατάλαβαν το φαινόμενο ΤραμπΤις πρώτες πρωϊνές ώρες της περασμένης Τετάρτης, ο John King του CNN συνόψισε, με έναν έξυπνο τρόπο, το αδιέξοδο στο οποία βρίσκονται τα αμερικανικά (και όχι μόνο) μέσα μαζικής ενημέρωσης. Καθώς κατέφθαναν, η μια μετά την άλλη, οι νίκες του Τραμπ στις διάφορες πολιτείες και ενώ η κατάληψη του Λευκού Οίκου από αυτόν μετατρεπόταν από μια μακρινή δυνατότητα σε μια μεγάλη πιθανότητα, ο παρουσιαστής ειδήσεων είπε ότι μέχρι εκείνη την στιγμή «δεν είχαμε κάνει μια συζήτηση βασισμένη στη πραγματικότητα» στην κάλυψη του προεκλογικού αγώνα από το κανάλι του.

Ανοίξτε ένα λογαριασμό στην Plus500 και εξασκηθείτε δωρεάν, με εικονικά χρήματα, στις συναλλαγές σε spreads συναλλαγματικών ισοτιμιών, χρηματιστηριακών δεικτών και εμπορευμάτων

Εκείνο που η αμερικανική δημοσιογραφία έχει ανακηρύξει ως τη πιο πολύτιμη συνεισφορά της σε μια δημοκρατική πολιτεία, ότι δηλαδή ανακαλύπτει και δημοσιεύει τα γεγονότα, απαλλαγμένα από μεροληψία, απουσίαζε εκείνη την εβδομάδα. Ούτε η δημοσιογραφία των γεγονότων ούτε οι αλγόριθμοι των δημοσκοπικών οργανισμών μπόρεσαν να συλλάβουν την διόγκωση της λαϊκής υποστήριξης προς έναν υποψήφιο που σχεδόν όλα τα συστημικά μέσα ενημέρωσης θεώρησαν ως ανεπανόρθωτα ελαττωματικό, ίσως επειδή ήταν όντως ελαττωματικός.

Τα μέσα που το συνέλαβαν αυτό ήταν εκείνα που είναι φορτισμένα με συναίσθημα: κυρίως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, γνωστά και ως social media. Ο Arron Banks, ο επιχειρηματίας που ήταν ο κύριος χρηματοδότης της εκστρατείας του Brexit, του οποίου ο Ντόναλντ Τραμπ θεωρεί τον εαυτό του ως κληρονόμο, διατηρεί στην Ουάσινγκτον την εταιρεία πολιτικών συμβούλων Goddard Gunster, η οποία είχε ενημερωθεί ότι «τα γεγονότα δεν λειτουργούν«. Σε αντίθεση με την ιδιαίτερα ορθολογική εκστρατεία του Remain, υπέρ της παραμονής του Ηνωμένου Βασιλείου στην ΕΕ, η εκστρατεία του Leave, υπέρ του Brexit, είχε να κάνει με το συναίσθημα.

«Θα πρέπει να συνδεθείς συναισθηματικά με τον κόσμο«, φέρεται να έχει δηλώσει ο κ.Banks. «Αυτή είναι η επιτυχία του Τραμπ«, είπε, αρκετούς μήνες πριν από το επιστέγασμα της επιτυχίας του Ντόναλντ Τραμπ. Ένα βίντεο στη σελίδα Facebook του Leave, με την επικεφαλίδα «Σας ανησυχεί το ποσοστό των εγκλημάτων που διαπράττονται στο Ηνωμένο Βασίλειο από αλλοδαπούς εγκληματίες;«, κατέληγε με την φράση «Δεν είναι καιρός να ανακτήσουμε τον έλεγχο;«. Το βίντεο αυτό είχε 1,6 εκατομμύρια προβολές.

Ο David Kaye, ο ειδικός εισηγητής του ΟΗΕ για θέματα ελευθερίας λόγου και Τύπου, λέει ότι «Υπάρχει μια κάποια μείωση της σημασίας των πραγματικών γεγονότων, κάτι που συνδέεται με την ψηφιακή εποχή. Έχει ξεκινήσει ακόμα και πριν από αυτήν, στην αναλογική εποχή, με την αμφισβήτηση της επιστήμης για την υπερθέρμανση του πλανήτη. Αλλά τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης την ενισχύουν σε μεγάλο βαθμό«.

Η αλήθεια, δομικά στοιχεία της οποίας είναι τα γεγονότα, πλέον δεν μας απελευθερώνει, όπως είχε υποσχεθεί ο Ιησούς στους αποστόλους του. Αντιθέτως, η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ οδηγεί τόσο τα μέσα μαζικής ενημέρωσης όσο και τις πολιτικές εκστρατείες του μέλλοντος στη συνειδητοποίηση ότι η αλήθεια είναι περιοριστική και προκαλεί σύγχιση. Εκείνο που απελευθερώνει τον κόσμο, τουλάχιστον στιγμιαία, είναι η προτροπή για την εκτόνωση του θυμού, της απογοήτευσης και των εκφράσεων θυματοποίησης.

Πραγματοποιείστε συναλλαγές CFD σε μετοχές (και ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ), δείκτες, εμπορεύματα και ισοτιμίες
Ανοίξτε ΤΩΡΑ έναν δωρεάν δοκιμαστικό λογαριασμό στη Plus500
(υπάρχει κίνδυνος για το κεφάλαιό σας)

Η Χίλαρι Κλίντον, περισσότερο από κάθε άλλο διεκδικητή της προεδρίας, ήταν μια υποψήφια των γεγονότων. Περίπου έναν αιώνα πιο πριν, θα ήταν μέλος της Φαβιανής Εταιρείας, μιας κεντροαριστερής βρετανικής πολιτικής οργάνωσης που βάσιζε την σταδιακή μεταρρυθμιστική δράση της στους όγκους των δεδομένων που είχε αρχίσει να παράγει η κυβέρνηση, προσφέροντας το υπόβαθρο για κοινωνικά και πολιτικά επιχειρήματα. Η Φαβιανή Εταιρεία ήταν επιτυχημένη, το Εργατικό κόμμα και η Σχολή Οικονομικών του Λονδίνου (LSE, London School of Economics) έχουν εμπνευστεί πολλά από αυτήν. Αφορούσε, ωστόσο, στην ελίτ και όχι στον λαό, καθώς εκείνοι που ορίζουν τι είναι «για το δικό σου το καλό» τείνουν να μην είναι δημοφιλείς.

Η συνειδητοποίηση που θα πρέπει να κάνει η δημοσιογραφία έχει να κάνει με τον ίδιο τον εαυτό της. Θα πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι στάθηκε αδύνατο στους πολυτιμότερους θεσμούς της να ανταποκριθούν σοβαρά σε έναν υποψήφιο που ήταν διατεθειμένος, ξανά και ξανά, να ανοίξει τους κρουνούς της ωμής εχθρότητας προς τις καθεστηκυίες πολιτικές και εμπορικές τάξεις. Δεν μπόρεσαν να επιπλεύσουν στην πλημμύρα που απελευθέρωσε ο Ντόναλντ Τραμπ. Ο λαϊκισμός και ο λεκτικός εξτρεμισμός του τον είχαν καταστήσει αρχικώς άξιο περιφρόνησης και, στη συνέχεια, απέχθειας.

Είναι βέβαιο ότι o Τραμπ εξέφρασε μια διάθεση προκατάληψης και μη ανεκτικότητας, άσχημη τόσο στα λόγια του όσο και στις αντιδράσεις πολλών εκ των ακολούθων του. Αυτή η διάθεση, όμως, είχε επίσης συντεθεί από την απογοήτευση για την καταπάτηση των νόμων, για το ότι αγνοείται ή ακόμα και ανταμείβεται η εγκληματική συμπεριφορά, για την αδιαφορία σχετικά με τις επιπτώσεις μιας άνισης στη λειτουργία της παγκοσμιοποίησης και για το ότι οι διαμαρτυρίες απορρίπτονται ως αντιδραστικές.

Υπήρξαν κάποιοι δημοσιογράφοι που έθιξαν αυτά τα θέματα. Θα έπρεπε να είχε αφιερωθεί περισσότερος χώρος και χρόνος σε αυτά, όχι μόνο κατά τη διάρκεια των 500 ημερών της προεκλογικής εκστρατείας αλλά νωρίτερα, όταν η δημοσιογραφία θα μπορούσε να είχε εντοπίσει εγκαίρως το βουητό πριν ξεσπάσει η καταιγίδα.

Το ότι η ιστορία αυτή διέφυγε από τα συστημικά και σε μεγάλο βαθμό φιλελεύθερης κλίσης ειδησεογραφικά μέσα των εφημερίδων και των τηλεοπτικών καναλιών εθνικής εμβέλειας είναι ένα συμβολικό όσο και πραγματικό γεγονός.

Την περασμένη εβδομάδα, καταγράφησαν εντυπωσιακά μεγάλες υποχωρήσεις στα διαφημιστικά έσοδα του προηγούμενου τριμήνου για εφημερίδες όπως η New York Times, η Washington Post και η Wall Street Journal, οι πιο διάσημες εφημερίδες της Αμερικής.

Η υποχώρηση των εφημερίδων σε έγχαρτη μορφή, και το πέρασμα της σκυτάλης στο διαδίκτυο, τις υποβιβάζει στο ίδιο επίπεδο με τις τεράστιες ροές πληροφορίας, φαντασιώσεων, διαρροών, θεωριών συνωμοσίας, εκφράσεων κακίας και μίσους. Θα πρέπει να ζήσουν εκεί ή να πεθάνουν.

Μια από τις περισσότερο εύκολα κατανοητές παρατηρήσεις του φιλοσόφου Georg Hegel ήταν ότι «Το διάβασμα της πρωϊνής εφημερίδας είναι η πρωϊνή προσευχή του ρεαλιστή«. Μετά από αυτό, ήρθε ένας συναισθηματικός κατακλυσμός με την μορφή ενός πολιτικού κινήματος που κατέκτησε την ύψιστη εξουσία στον δυτικό κόσμο.

Πραγματοποιείστε συναλλαγές CFD σε μετοχές (και ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ), δείκτες, εμπορεύματα και ισοτιμίες
Ανοίξτε ΤΩΡΑ έναν δωρεάν δοκιμαστικό λογαριασμό στη Plus500
(υπάρχει κίνδυνος για το κεφάλαιό σας)

 

πηγή: άρθρο του John Lloyd στους Financial Times

Σχόλια μέσω Facebook

Relevant news