Οι φτωχοί θα κληρονομήσουν τη Γη

Η άνοδος των αναδυόμενων χωρών επεκτείνει τα σύνορα της ευημερίας, αλλά προκαλεί και τεράστιες γεωπολιτικές εντάσεις

Πριν από μια γενεά, οι αναπτυσσόμενες χώρες απασχολούσαν τα πρωτοσέλιδα των οικονομικών εφημερίδων μόνον όταν μια λατινοαμερικανική χώρα χρεοκοπούσε ή όταν ένας σαουδάραβας υπουργός ανακοίνωνε μια νέα τιμή-στόχο για το πετρέλαιο. Η σοβιετική αυτοκρατορία κυριαρχούσε ακόμα στην Ανατολική Ευρώπη, η Κίνα και η Ινδία παρέμεναν απροσπέλαστες και οι συγκρούσεις, οι αρρώστιες και τα διεφθαρμένα καθεστώτα κρατούσαν τους πληθυσμούς της υποσαχάριας Αφρικής στη βυθισμένους στη φτώχια και στην οικονομική απομόνωση. Σήμερα, όμως, είναι οι αναπτυσσόμενες χώρες εκείνες που κινούν τη παγκόσμια οικονομία.

Ανοίξτε ένα λογαριασμό στην Plus500 και εξασκηθείτε δωρεάν, με εικονικά χρήματα, στις συναλλαγές σε spreads συναλλαγματικών ισοτιμιών, χρηματιστηριακών δεικτών και εμπορευμάτων

Ήδη, τέσσερις από τις επτά μεγαλύτερες οικονομίες παγκοσμίως  είναι αναπτυσσόμενες χώρες (Κίνα, Ινδία, Ρωσία και Βραζιλία). Τριάντα χρόνια ανάπτυξης με ρυθμό 10% ετησίως μεταμόρφωσαν τη Κίνα από μια φτωχή αγροτική οικονομία σε ένα βιομηχανικό γίγαντα και στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία παγκοσμίως. Αναλυτές προβλέπουν πως στην επόμενη γενεά η Ιαπωνία και η Γερμανία θα υποχωρήσουν περαιτέρω στη κατάταξη των μεγάλων οικονομιών και πως οι Ηνωμένες Πολιτείες θα παραμείνουν τελικά η μόνη αναπτυγμένη χώρα που θα κατατάσσεται στις επτά μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη.

Το παράδοξο είναι πως οι νέες αυτές οικονομικές υπερδυνάμεις θα παραμείνουν σχετικά φτωχές. Έως το 2035 το ΑΕΠ της Κίνας θα ξεπεράσει εκείνο των ΗΠΑ, αλλά το κατά κεφαλήν εισόδημα της Κίνας θα παραμένει το μισό εκείνου των Ηνωμένων Πολιτειών. Η οικονομία της Ινδίας, η τρίτη σε μέγεθος παγκοσμίως έως το 2035, θα είναι τριπλάσια σε μέγεθος εκείνης της Ιαπωνίας αλλά το κατά κεφαλήν εισόδημα των Ινδών θα είναι μόλις το ένα τέταρτο εκείνο των Ιαπώνων.

Η ανάδειξη των σχετικά φτωχών χωρών ως τις μεγαλύτερες οικονομίες παγκοσμίως είναι χωρίς ιστορικό προηγούμενο. Μπορεί μόνο να μαντέψει κανείς πως αυτό το μοναδικό φαινόμενο του 21ου αιώνα θα επηρεάσει τις διεθνείς σχέσεις. Εκείνο που είναι βέβαιο είναι πως οι εκπρόσωποι των φτωχών λαών θα έχουν μεγαλύτερη επιρροή στους διεθνείς οργανισμούς και πως θα επιδιώξουν όλα εκείνα τα αγαθά και υπηρεσίες που η Δύση θεωρεί σήμερα δεδομένα.

Η πρόσφατη ιστορία έχει επίσης δείξει πως, παρά την οικονομική τους άνθηση, η Κίνα, η Ινδία, η Βραζιλία, η Ινδονησία και η Ρωσία παραμένουν περισσότερο επιρρεπείς στη πολιτική, οικονομική και χρηματοπιστωτική αστάθεια από ότι οι αναπτυγμένες χώρες. Και ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονταν στο επίκεντρο της τελευταίας χρηματοπιστωτικής κρίσης, οι αναπτυσσόμενες χώρες είχαν ακόμα περισσότερες ελλείψεις σε εποπτικές δομές, δίκτυα κοινωνικής προστασίας και στις περισσότερες περιπτώσεις δεν είχαν τη δυνατότητα να αυξήσουν τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα ώστε να απαλύνουν τις επιπτώσεις της κρίσης. Για τον λόγο αυτό, η επόμενη μεγάλη παγκόσμια κρίση μπορεί εξίσου εύκολα να προέρχεται από τον αναπτυσσόμενο κόσμο όπως και από τη Νέα Υόρκη ή το Λονδίνο. Αυτές οι τεράστιες οικονομίες ενσωματώνονται μεν στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως διαθέτουν τους θεσμούς ή τα μέσα για να χειριστούν μια αρνητική εξέλιξη.

Οι χώρες αυτές έχουν μια διαφορετική προσέγγιση σε θέματα εργατικής νομοθεσίας και στις θυσίες που είναι απαραίτητες ώστε να περιοριστεί η καταστροφή του περιβάλλοντος. Ενώ τα περιβαλλοντικά και εργατικά στάνταρ στις αναπτυσσόμενες χώρες παραμένουν σημαντικά χαμηλότερα από εκείνα που τηρούνται στη Δύση, είναι σημαντικό να θυμόμαστε πως και στις αναπτυγμένες χώρες αυτά παρέμεναν σε πρωτόγονα επίπεδα ακόμη και όταν αυτές ήταν πολύ πιο πλούσιες από ότι είναι οι αναπτυσσόμενες χώρες σήμερα. Αυτό δεν αποτελεί, βέβαια, μια δικαιολογία για την επανάληψη των λαθών του παρελθόντος, αλλά βοηθά στο να τεθεί η σημερινή διαμάχη στο κατάλληλο πλαίσιο συζήτησης.

Το χάσμα απόψεων και το περιθώριο διαφωνιών είναι ευρύτερο στο θέμα της κλιματικής αλλαγής. Οι αναπτυγμένες χώρες συνεισφέρουν το μεγαλύτερο ποσοστό εκπομπών άνθρακα στην ατμόσφαιρα που ευθύνονται για την υπερθέρμανση του πλανήτη, αλλά πλέον είναι οι αναπτυσσόμενες χώρες εκείνες που ευθύνονται για τις περισσότερες νέες εκπομπές. Αυτή η αποσύνδεση μεταξύ προηγουμένων και μελλοντικών αιτιών κλιματικής αλλαγής έχει οδηγήσει τη κάθε πλευρά του οικονομικού φάσματος να κατηγορεί την άλλη κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος.

Η ιστορική ευθύνη και ο μεγαλύτερος πλούτος των αναπτυγμένων χωρών καθιστούν λογικό πως θα πρέπει να είναι εκείνες που θα επωμιστούν τις μεγαλύτερες θυσίες που απαιτούνται για τον περιορισμό της κλιματικής αλλαγής, αλλά η πρόοδος θα είναι αδύνατη χωρίς τη συμμετοχή των μεγαλύτερων αναπτυσσομένων χωρών. Μια συμφωνία περιορισμού των εκπομπών άνθρακα στις αναπτυγμένες χώρες σήμερα, με παράλληλο περιορισμό της μελλοντικής αύξησης των εκπομπών στις αναπτυσσόμενες χώρες, θα αποτελούσε μια διέξοδο αποφυγής μιας παγκόσμιας καταστροφής.

Οι σημερινοί διεθνείς οργανισμοί, οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό εξακολουθούν να αντικατοπτρίζουν τις σχέσεις ισχύος που διαμορφώθηκαν μετά το τέλος του Β’Παγκοσμίου Πολέμου, αποτελούν επίσης μια σημαντική πρόκληση στη προσαρμογή σε αυτό το μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό περιβάλλον. Η διεθνής κοινότητα έχει κάνει ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση ιδρύοντας το G-20 και αλλάζοντας τα δικαιώματα ψήφου στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αλλά αυτό ήταν μόνο η αρχή. Αν και υπήρξαν ιστορικά προηγούμενα νέων παικτών που εξελίχθηκαν με ειρηνικά μέσα σε πρωταγωνιστικούς ρόλους στη διεθνή σκηνή, αυτό ήταν η εξαίρεση παρά ο κανόνας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοι τους θα πρέπει να βρουν ένα τρόπο να ανεχθούν την αυξανόμενη στρατιωτική ισχύ και πολιτική επιρροή των αναδυόμενων δυνάμεων, και αυτό σημαίνει την ενίσχυση της φωνής τους στους υπάρχοντες οργανισμούς. Σε αντίθετη περίπτωση, διακινδυνεύουν τη δημιουργία νέων οργανισμών από τις αναδυόμενες δυνάμεις, μια εξέλιξη που θα ενέτεινε τις διαφωνίες.

Όποια πορεία και αν ακολουθήσουν οι μεταρρυθμίσεις στο μέλλον, θα είναι το αποτέλεσμα σκληρών διαπραγματεύσεων και συμβιβασμών και όχι καθολικής σύγκλισης απόψεων. Οι αποτυχίες του κύκλου εμπορικών διαπραγματεύσεων της Ντόχα και των συζητήσεων για τη κλιματική αλλαγή της Κοπενχάγης, καθώς επίσης και η ανάδειξη της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ ως το πιο δαπανηρό βήμα συζητήσεων παγκοσμίως, έχουν επιδείξει επαρκώς τη ματαιότητα των προσδοκιών για την ικανοποίηση όλων των τάσεων και απόψεων. Αντιθέτως, μια κρίσιμη μάζα χωρών θα πρέπει να οδηγήσει στη διεθνή συμφωνία σε κάθε ειδικό πρόβλημα και μετά να επιχειρηθεί η συνεργασία των υπολοίπων.

Οι κυβερνήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας πρέπει μεν να εκπροσωπήσουν και να απολογηθούν στους πολίτες τους, αλλά θα πρέπει επίσης να μοιραστούν έναν πλανήτη και μια ενοποιημένη παγκόσμια οικονομία. Για το ίδιο το συμφέρον των πολιτών τους, οι πολιτικοί αυτών των υπερδυνάμεων θα πρέπει να αναλογιστούν τις συνέπειες των αποφάσεων τους για τον κόσμο συνολικά, με άλλα λόγια δηλαδή, θα πρέπει να ενθαρρύνουν μια παγκόσμια συνείδηση που εμφανώς λείπει σήμερα. Η άνοδος των αναδυόμενων χωρών επεκτείνει τα σύνορα της ευημερίας αλλά επίσης προκαλεί τεράστιες εντάσεις. Οι κίνδυνοι αυτοί θα πρέπει να αναγνωριστούν σύντομα, ειδάλλως θα αρχίσουμε να αναφερόμαστε σε αυτούς μόνο μετά από μια νέα απρόβλεπτη κρίση.

πηγή: Foreign Policy

Relevant news